- δουρίκλυτος
- δουρίκλυτοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δουρικλυτός — δουρικλειτός famed for the spear masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουρικλύτοις — δουρίκλυτος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουρικλειτός — και δουρικλυτός, ή, όν (Α) περίφημος, ονομαστός στο δόρυ, ικανός πολεμιστής … Dictionary of Greek
ενθρώσκω — ἐνθρῴσκω (Α) [θρῴσκω] πηδώ μέσα ή πάνω σε κάτι, εισορμώ, εισπηδώ («Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ κρημνοῡ ἀπαΐξας», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
οιούμαι — οἰοῡμαι, όομαι (Α) [οίος (Ι)] (επικ. τ.) (συν. εύχρηστο στο γ εν. προσ. αορ.) οἰώθη 1. μένω μόνος, εγκαταλείπομαι («οἰώθη δ Ὀδυσεὺς δουρικλυτός, οὐδέ τις αὐτῷ Ἀργείων παρέμεινεν», Ομ. Ιλ.) 2. λησμονούμαι, ξεχνιέμαι («Τρώων δ οἰώθη καὶ Ἀχαιῶν… … Dictionary of Greek